- χημείο(ν)
- τό1) химическая лаборатория; 2) здание химического факультета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χημείο — το, Ν 1. εργαστήριο χημείας 2. (παλ. τ.) πανεπιστημιακό ίδρυμα όπου διδάσκεται η χημεία 3. φρ. «Γενικό Χημείο τού Κράτους» δημόσια υπηρεσία στα εργαστήρια τής οποίας εξετάζονται τα αγορανομικά δείγματα και ελέγχονται προϊόντα τού εμπορίου, καθώς… … Dictionary of Greek
χημείο — το 1. το εργαστήριο του χημικού: Το έστειλαν στο Γενικό Χημείο του κράτους. 2. πανεπιστημιακό ίδρυμα, όπου διδάσκεται η χημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Христоманос, Анастасиос — Анастасиос Христоманос греч. Αναστάσιος Χρηστομάνος Дата рождения: 8 марта 1841(1841 03 08) Ме … Википедия
χημειοπροφύλαξη — η, Ν ιατρ. η προληπτική χρήση χημειοθεραπευτικών για την παρεμπόδιση τής εμφάνισης μιας νόσου ή τών κλινικών της εκδηλώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemoprophylaxis (< χημειο * + προφύλαξη)] … Dictionary of Greek
χημειοστειρωτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό (βιολ. βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών… … Dictionary of Greek
χημειόσφαιρα — η, Ν (μετεωρ. αστρον.) ονομασία τής περιοχής τής ατμόσφαιρας, όπου συντελείται μεγάλος αριθμός χημικών αντιδράσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemosphere (< χημειο * + σφαίρα)] … Dictionary of Greek
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Αθήνα. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ίδρυση πανεπιστημίου, προκειμένου να στελεχωθεί η χώρα με επιστήμονες. Το 1835 ιδρύθηκε διδασκαλείο για να… … Dictionary of Greek
Εμμανουήλ, Εμμανουήλ — (1886 – 1972). Χημικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στις φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Βέρνης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως επιμελητής στο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek